- διακατέχομαι
- διακατέχομαι βλ. πίν. 191
(μόνο στον ενεστ. και παρατατ.)
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης … Dictionary of Greek
διαπνέω — (Α διαπνέω) 1. (για τον αέρα) πνέω, φυσώ, μετακινούμαι από ένα σημείο σε άλλο 2. (για φυτά, ζώα, ανθρώπους) αναπνέω από τους πόρους τού σώματος νεοελλ. 1. εμπνέω, παρακινώ, παρορμώ 2. παθ. διαπνέομαι διακατέχομαι από κάποιο συναίσθημα… … Dictionary of Greek
κατεμφορούμαι — κατεμφοροῡμαι, έομαι (AM) (επιτ. τ. τού εμφορούμαι) είμαι γεμάτος από κάτι, διακατέχομαι από κάτι, εμφορούμαι από κάτι … Dictionary of Greek
νοσταλγώ — (ΑΜ νοσταλγῶ, έω) διακατέχομαι από νοσταλγία νεοελλ. επιθυμώ πολύ κάτι, ποθώ κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < νόστος «επάνοδος, επιστροφή» + ἀλγῶ «πονώ» (< ἄλγος), πρβλ. κεφαλ αλγώ] … Dictionary of Greek
οιστρώ — οἰστρῶ, άω και έω (ΑΜ, Α εσφ. γρφ. οἰστρῶ, όω) [οίστρος] (για τον οίστρο) ταράζω τα ζώα με το τσίμπημα ή, απλώς, με τον βόμβο που κάνω, προκαλώ οίστρωση αρχ. 1. επιφέρω μανία σε κάποιον, ερεθίζω («τοιγάρ νιν αὐτάς ἐκ δόμων ᾤστρησ ἐγὼ μανίαις»,… … Dictionary of Greek
προσδοξοποιούμαι — έομαι, Α εξαρτώμαι επί πλέον από δοξασίες, διακατέχομαι και από φανταστικές ιδέες. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + δοξοποιοῦμαι «οδηγούμαι από δοξασίες»] … Dictionary of Greek
συμμαίνομαι — Α διακατέχομαι από μανία μαζί με άλλον, μαίνομαι κι εγώ συγχρόνως. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + μαίνομαι «κατέχομαι από μανία»] … Dictionary of Greek
σφύζω — ΝΜΑ, και αττ. τ. σφύττω και δωρ. τ. σφύσδω Α (για το αίμα ή για τις αρτηρίες) πάλλομαι ρυθμικά, χτυπώ κανονικά (α. πλην σφύζ η καρδιά τού νέου στερρά», Βιζυην. β. «σφύζει δὲ τὸ αἷμα ἐν ταῑς φλεψίν», Αριστοτ.) νεοελλ. μτφ. είμαι γεμάτος σφρίγος,… … Dictionary of Greek
τρομοκρατώ — έω, Ν 1. εμπνέω ζωηρό φόβο, φοβίζω πολύ 2. διενεργώ τρομοκρατικές πράξεις 3. εξουσιάζω με την τρομοκρατία 4. (μεσ. και παθ.) τρομοκρατούμαι κυριεύομαι ή διακατέχομαι από τρόμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρομοκράτης. Το ρ. μαρτυρείται από το 1880 στον Ιωάνν.… … Dictionary of Greek
φοβούμαι — φοβοῡμαι, έομαι, ΝΜΑ, και φοβάμαι Ν και φοβᾱμαι Μ, και τ. ενεργ. φοβῶ, έω, Α 1. διακατέχομαι ή καταλαμβάνομαι από φόβο, αντιμετωπίζω με φόβο κάποιον ή κάτι (α. «φοβάται τον πατέρα του» β. «φοβάμαι τη μοναξιά» γ. «φοβάμαι να βγω έξω με τέτοια… … Dictionary of Greek